- Κινσάσα
- (Kinshasa). Πόλη (6.541.300 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Κονγκού, απέναντι από την Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό, από την οποία χωρίζεται με τη Στάνλεϊ Πουλ, μια υδάτινη έκταση, περίπου 450 τ. χλμ., που σχηματίζεται από διεύρυνση του ίδιου του ποταμού. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Κ., που είναι το πιο εκτεταμένο όλης της ισημερινής Αφρικής, διαιρείται σε τέσσερις συνοικίες –την παλιά πόλη στα Δ, το διοικητικό κέντρο της Καλίνα, το βιομηχανικό κέντρο της Ντόλο και την καθαυτό Κ.– και εξακολουθεί να επεκτείνεται.
Η πόλη, το λιμάνι της οποίας αποτελεί αφετηρία τακτικής ποταμοπλοΐας μέχρι την Κισανγκάνι, συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Ματάντι, που βρίσκεται στον ποταμόκολπο του Κονγκού και είναι η κυριότερη ναυτική σκάλα της χώρας. Στη Ματάντι φτάνει επίσης από την Κ. ένας πετρελαιαγωγός. Η πρωτεύουσα συγκεντρώνει μεγάλο μέρος βιομηχανικής δραστηριότητας της χώρας και διαθέτει, εκτός από τα διυλιστήρια πετρελαίου, υφαντουργία (βαμβακουργεία), ζυθοποιεία και εργοστάσια ειδών υπόδυσης και τσιμέντου. Είναι επίσης σημαντικό πνευματικό κέντρο, έδρα δύο πανεπιστημίων, διαφόρων ανώτερων ιδρυμάτων και ενός πλούσιου μουσείου αφρικανικής τέχνης.
Ιστορία. Η Κ. ιδρύθηκε το 1881 από τον Άγγλο εξερευνητή σερ Χένρι Στάνλεϊ, στον οποίο είχε αναθέσει την εξερεύνηση ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος B’ (σε αυτόν οφείλει την πρώτη της ονομασία, Λεοπολντβίλ). Άρχισε όμως να αναπτύσσεται μόνο μετά το 1926, όταν αντικατέστησε την Μπόμα ως πρωτεύουσα του Βελγικού Κονγκό. Το 1966 πήρε τη σημερινή της ονομασία, από ένα χωριό που υπήρχε στη θέση αυτή τον 19ο αι. Από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και σήμερα η πόλη βίωσε μια δραματική αύξηση του πληθυσμού της, ο οποίος υπερβαίνει το 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Μερική άποψη της Κινσάσα, πρωτεύουσας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.
Δορυφορική φωτογραφία της ευρύτερης περιοχής της Κινσάσα, στην οποία διακρίνεται ο ρους του Κονγκού (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Dictionary of Greek. 2013.